εναποθνήσκω — ἐναποθνήσκω (Α) 1. πεθαίνω σ έναν τόπο («μήτε ἐναποθνήσκειν ἐν τῇ νήσῳ», Θουκ.) 2. πεθαίνω ανάμεσα ή μαζί με άλλους 3. πεθαίνω κατά τη διάρκεια ή την εκτέλεση ενός έργου 4. πεθαίνω ενώ βρίσκομαι σε μια κατάσταση 5. πεθαίνω από μια αιτία … Dictionary of Greek
ἐναποθνήσκετε — ἐναποθνήσκω pres imperat act 2nd pl ἐναποθνήσκω pres ind act 2nd pl ἐναποθνήσκω imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποθνήσκῃ — ἐναποθνήσκω pres subj mp 2nd sg ἐναποθνήσκω pres ind mp 2nd sg ἐναποθνήσκω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποθανόν — ἐναποθνήσκω aor part act masc voc sg ἐναποθνήσκω aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποθανόντα — ἐναποθνήσκω aor part act neut nom/voc/acc pl ἐναποθνήσκω aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποθανόντων — ἐναποθνήσκω aor part act masc/neut gen pl ἐναποθνήσκω aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποθνησκόντων — ἐναποθνήσκω pres part act masc/neut gen pl ἐναποθνήσκω pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποθνῃσκόντων — ἐναποθνήσκω pres part act masc/neut gen pl ἐναποθνήσκω pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποθνῄσκει — ἐναποθνήσκω pres ind mp 2nd sg ἐναποθνήσκω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποθνῄσκοντα — ἐναποθνήσκω pres part act neut nom/voc/acc pl ἐναποθνήσκω pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποθνῄσκουσιν — ἐναποθνήσκω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐναποθνήσκω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)